-
1 ἐξ-αυχέω
ἐξ-αυχέω, verstärktes simplex, sich sehr rühmen; c. partic., τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβών, daß er genommen, Aesch. Ag. 846; c. inf., Eur. Suppl. 504. – Uebh. mit Zuversicht glauben, Soph. Phil. 857 Ant. 386.
-
2 ἐξαυχέω
ἐξ-αυχέω, sich sehr rühmen; c. partic., τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβών, daß er genommen. Übh. mit Zuversicht glauben
См. также в других словарях:
τρίμοιρος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῑναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δί μοιρος] … Dictionary of Greek